ανελλήνιστος

ανελλήνιστος
-η, -ο (Α ἀνελλήνιστος, -ον) [ελληνίζω]
1. μη ελληνικός, μη σύμφωνος με τους κανόνες της Ελληνικής, σόλοικος* ή βάρβαρος*
2. αυτός που δεν ξέρει ή ξέρει πολύ λίγο την ελληνική γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανελλήνιστος — η, ο 1. αυτός που, όταν γράφει ή μιλά, δεν ακολουθεί τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας: Αυτά που γράφει είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ανελλήνιστα. 2. αυτός που δεν είναι σύμφωνος με τα ελληνικά ήθη και έθιμα: Το στόλισμα δέντρου τα Χριστούγεννα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνελλήνιστον — ἀνελλήνιστος not Grecian masc/fem acc sg ἀνελλήνιστος not Grecian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”